Κατά την ισχύουσα διαδικασία καθορισμού του Κατώτατου Μισθού, τόσο στις εκθέσεις του ΙΝΣΕΤΕ όσο και στα υπομνήματα του ΣΕΤΕ, τονίζεται ότι ο πρωταρχικός στόχος της χώρας στην παρούσα συγκυρία, παράλληλα με τη στήριξη των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων, απαιτείται να είναι αφενός η περαιτέρω ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης και αφετέρου η συνεχής μείωση της ανεργίας τα επόμενα χρόνια με κύριο μέσο τη διατήρηση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας, εντός του πλαισίου που διαγράφουν τα κύρια χαρακτηριστικά του δημοσιονομικού πλαισίου της χώρας μας, δηλαδή το υψηλό δημόσιο χρέος και η περαιτέρω αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας. Αποτελεί μια σύνθετη άσκηση, που συνεκτιμά την ανάπτυξη της οικονομίας, την πίεση του πληθωρισμού, αλλά και τις αντοχές των επιχειρήσεων.
Στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου προτείνεται η σταδιακή μετάβαση σε σύστημα αυτόματου καθορισμού – αναπροσαρμογής του κατώτατου νομοθετημένου μισθού και του κατώτατου νομοθετημένου ημερομισθίου με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα:
- του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ης Ιουνίου του τρέχοντος για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών, και
- του ½ του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Σχετικά με τον πρώτο όρο του παραπάνω συντελεστή απαιτείται η διευκρίνηση σχετικά με το αν θα στηριχθεί στην κατανομή των εισοδημάτων ή την κατανομή της δαπάνης.
Ένα επιπλέον ζήτημα – δεδομένου ότι στο χαμηλότερο 20%, είτε της κατανομής εισοδήματος είτε της κατανομής δαπάνης των νοικοκυριών, δεν συμπεριλαμβάνονται αναγκαστικά οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους – είναι η εξέταση της θέσης των εργαζομένων αυτών στις αντίστοιχες κατανομές.
Σχετικά με τον δεύτερο όρο του συντελεστή, στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας «γενικός δείκτης μισθών». Υπάρχουν διάφοροι δείκτες μισθών που είναι γενικά ασταθείς, αναθεωρούνται συχνά και δεν είναι αντιπροσωπευτικοί των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων. Στο πεδίο αυτό, φαίνεται ότι η υπόθεση εργασίας της σχετικής πρότασης είναι, ότι η μεταβολή της «αγοραστικής αξίας του γενικού δείκτη μισθών» που θα κατασκευαστεί με βάση τα δεδομένα του ΕΦΚΑ, αντανακλά τη μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας. Η υπόθεση αυτή, ωστόσο, απαιτείται να ελέγχεται συγκριτικά με τα διαθέσιμα μακροοικονομικά δεδομένα της χώρας.
Πέραν των ανωτέρω, θεωρούμε απαραίτητη κατά τη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου νόμιμου μισθού την συνεξέταση των κύριων παραγόντων που αντανακλούν την πορεία και τις προοπτικές της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, οι 2 οποίοι εμπεριέχουν και την παραγωγικότητα της εργασίας.
Για τον λόγο αυτόν προτείνουμε να λαμβάνεται υπόψη:
Η εξέλιξη του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ, και η εξέλιξη της Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας του ευρώ για την Ελλάδα, με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έναντι 37 ανταγωνιστριών χωρών, που λαμβάνει υπόψη και τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, έναντι των χωρών του υποδείγματος της ΕΕ.
Η πορεία βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μας πρέπει να συνεχιστεί και τα επόμενα έτη, δεδομένου ότι η μελλοντική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και των εξαγωγών και η συγκράτηση της αύξησης των εισαγωγών, μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο σε μια συνεχώς βελτιούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Η μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία επιτεύχθηκε μέσα στη Ζώνη του Ευρώ και σε συνδυασμό με την σημαντικότατη δημοσιονομική προσαρμογή, αποτελεί σήμερα το πιο σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελληνικής οικονομίας και τον βασικό παράγοντα που μπορεί να εγγυηθεί τη υγιή και δυναμική αναπτυξιακή της πορείας τα επόμενα χρόνια.