Αξίζουν συγχαρητήρια στην «Καθημερινή» για την πρωτοβουλία της να ανοίξει έναν ευρύ διάλογο με μια σειρά εξαιρετικών παρεμβάσεων και με θέμα το παρόν και το μέλλον του ελληνικού τουρισμού. Eνα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, όπως προκύπτει και από τα κείμενα που δημοσιεύθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Σημαντικό για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς, για λόγους εθνικούς θα προσέθετα, γιατί τελικά ο ελληνικός τουρισμός είναι κάτι παραπάνω από μια οικονομική δραστηριότητα. Για να φτάσουμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, σε ένα σημείο καμπής είναι αλήθεια, περάσαμε μέσα από «χίλια κύματα». Από 100.000 επισκέπτες στα χρόνια του Μεσοπολέμου, στο σήμερα, των περίπου 30 εκατομμυρίων.
Το 2017, όταν ανέλαβα την προεδρία του ΣΕΤΕ, είχα δηλώσει ότι κανείς δεν θα πρέπει να επαναπαύεται στη λογική των «ρεκόρ» ή των επιτυχιών και ότι ο εφησυχασμός μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνός μας. Ηταν μια εποχή που, παρ’ όλη την οικονομική κρίση, ο ελληνικός τουρισμός κατάφερνε να αναπτύσσεται θεαματικά. Με τα χρόνια προβλήματα όμως να υπάρχουν διαχρονικά, ως μόνιμες απειλές για τη μακροχρόνια και υγιή ανάπτυξή του. Ο,τι λέγαμε τότε, ισχύει και σήμερα. Πολλά από τα σημαντικά αυτά προβλήματα, όπως για παράδειγμα αυτό του υπερτουρισμού, του κορεσμού των υποδομών, της ταυτότητας του ελληνικού καλοκαιριού, αλλά και του στρατηγικού μοντέλου για το πού θα κατευθυνθούμε, αναλύονται με μεγάλη ευστοχία από τους αρθρογράφους της εφημερίδας.
Παρ’ όλα τα προβλήματα όμως, η Ελλάδα πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια να συγκαταλέγεται στις ώριμες τουριστικά αγορές, που αντεπεξέρχονται στις σύγχρονες απαιτήσεις και μπορούν να προσελκύουν μεγάλες επενδύσεις στη χώρα. Εγιναν σημαντικά βήματα και διανύσαμε μια μεγάλη απόσταση, από τις εποχές που ο ελληνικός τουρισμός ήταν για κάποιους αναγκαίο κακό, ή εποχικό πάρεργο. Ολο και περισσότεροι πλέον αντιλαμβάνονται την τεράστια συμμετοχή του στην κοινωνική συνοχή, στην περιφερειακή ανάπτυξη, στις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται, στα πολλαπλά κοινωνικά οφέλη που παράγονται. Ολα αυτά θα πρέπει να τα διαφυλάξουμε και φυσικά να τα εξελίξουμε.
Κυρίως, όµως, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τα προβλήματα που ορθώς εντοπίζονται. Με προσεκτικά σχεδιασμένες πολιτικές, που πάνω απ’ όλα θα προστατεύουν τις τοπικές κοινωνίες. Με ξεκάθαρες εργασιακές σχέσεις, που θα σέβονται τον εργαζόμενο και θα τηρούν αυστηρά την ισχύουσα νομοθεσία. Και κυρίως, με ένα νέο μοντέλο βιώσιμου τουριστικού προϊόντος. Και βιώσιμος τουρισμός σημαίνει τρία συγκεκριμένα πράγματα.
• Πρώτον, οικονομική βιωσιμότητα, που περνάει μέσα από τη διατήρηση και την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης του ελληνικού τουρισμού. Ο τουρισμός οφείλει να έχει μέτρο, να σέβεται, να προσαρμόζεται, να ανταποδίδει τα μέγιστα στις τοπικές κοινωνίες και στους ανθρώπους.
• Δεύτερον, περιβαλλοντική βιωσιμότητα, που περνάει μέσα από την προστασία, τη διαχείριση και την ανάδειξη του περιβάλλοντος.
Ο τουρισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια αποκομμένη εξωγενής διαδικασία. Οφείλει να έχει μέτρο, να σέβεται, να προσαρμόζεται, να ανταποδίδει τα μέγιστα στις τοπικές κοινωνίες και στους ανθρώπους.
Με αυτή τη λογική, εκπονήσαμε και δημοσιοποιήσαμε πρόσφατα τη μελέτη «Ελληνικός Τουρισμός 2030 – Σχέδια Δράσης». Μια μελέτη που απαντάει σε όλες τις ανησυχίες και τις ανάγκες του σήμερα. Πρόκειται για το πιο ολοκληρωμένο έργο που έχει γίνει ποτέ στον χώρο του τουρισμού. Μια πλήρης χαρτογράφηση, τόσο από πλευράς προϊόντος, όσο και από πλευράς αγορών και συνόλου των υποδομών που επηρεάζουν την τουριστική δραστηριότητα. Γιατί η πορεία του ελληνικού τουρισμού προς το 2030 προϋποθέτει τη μετάβαση από την αυθόρμητη στη στοχευμένη ανάπτυξη. Προϋποθέτει μεθοδικό, ουσιαστικό και ολοκληρωμένο σχεδιασμό, σε ένα σαφές πλαίσιο βιωσιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη διαθέσιμους πόρους, στόχους και αναδυόμενες τάσεις. Με βάση αυτό το σχέδιο, τα έσοδα το 2030, μπορούν να φθάσουν σε 27 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 52% σε σύγκριση με το 2019 που ήταν 18 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί, αν προσαρμοστούμε στις νέες παγκόσμιες τάσεις που ήδη διαμορφώνουν τις εξελίξεις στον παγκόσμιο και κατά συνέπεια στον ελληνικό τουρισμό. Τέτοιες παγκόσμιες τάσεις είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η βιώσιμη ανάπτυξη, η οικονομία διαμοιρασμού, οι αναδυόμενοι προορισμοί, η ασφάλεια και η διαχείριση κρίσεων.
Με την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της μελέτης, μπορούμε να δούμε την Ελλάδα να κατακτά υψηλότερες θέσεις στην κατάταξη μεταξύ των δημοφιλών προορισμών του παγκόσμιου τουρισμού. Πάντα, όμως, με το μυαλό σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης που θα σέβεται το περιβάλλον, τους προορισμούς, τους ανθρώπους. Και αυτό πρακτικά σημαίνει μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, καθαρές τεχνολογίες, βιώσιμες πρακτικές, ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων, ανάπτυξη εναλλακτικών προορισμών, αυστηρή διαχείριση ροών. Ετσι, τα αμέσως επόμενα κρίσιμα χρόνια, θα κληθούμε να προσαρμοστούμε στις σύγχρονες ανάγκες και στις νέες προτεραιότητες. Κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας αναγκαίων αλλαγών και προσαρμογών. Η ανταγωνιστικότητα και η ανθεκτικότητα θα είναι οι δύο κεντρικές έννοιες που θα μας απασχολήσουν το επόμενο διάστημα. Οι βασικοί πυλώνες της βιωσιμότητας του ελληνικού τουρισμού. Σε μια οργανική σχέση ανάπτυξης και προόδου που αφορά ολόκληρη την Ελλάδα.