Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Βαληνάκη και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας για την πρόσκληση σε μία ακόμα ενδιαφέρουσα, όσο και ιδιαίτερα επίκαιρη για τον τουριστικό κόσμο συζήτηση.
Θα έλεγα ότι η επιλογή του θέματος, «Επιχειρηματικότητα και Τουρισμός», εμπεριέχει και μία ισχυρή δόση γενναιότητας, ως προς το πρώτο σκέλος της. Το να συζητάμε για Επιχειρηματικότητα σήμερα, είναι ξεκάθαρα μία γενναία πράξη.
Αφενός μεν διότι είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η πάσης φύσεως επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, τελεί υπό έναν ιδιόμορφο διωγμό και η ιδιότητα του επιχειρηματία οδηγείται στον χαρακτηρισμό «είδος υπό εξαφάνιση», αφετέρου δε, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να εκληφθεί ως «ειρωνική» αυτή η προσέγγιση, ύστερα από όλα αυτά που έχει υποστεί, που βιώνει και που πρόκειται να βιώσει στο εγγύς μέλλον –και ποιο θα είναι αυτό το μέλλον, αλήθεια;- η μέση ελληνική επιχείρηση.
Αλλά ας βάλουμε μία σειρά και ας ξεκινήσουμε από τον τουρισμό. Ο οποίος τουρισμός, κατόρθωσε να φέρει 15 δισ. Ευρώ στη χώρα το 2015 -εν μέσω εκλογικών διαδικασιών, αύξησης ΦΠΑ, capitalcontrols κλπ- και εκτιμάται ότι μπορεί να φέρει τουλάχιστον άλλα τόσα, το 2016. Αν αυτό ακούγεται εύκολο ή λογικό σε κάποιους, σας διαβεβαιώ ότι είναι ένα απόλυτα… ηρωϊκό έως και τιτάνιο επίτευγμα!
Για μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση, σε δεινή δημοσιονομική θέση και σε βαθιά ύφεση έξι συναπτά χρόνια, τι ορίζει η κοινή λογική και… κρίση; Ότι όταν έχεις ένα τέτοιο πλεονέκτημα στα χέρια σου – ως Πολιτεία, ως κυβέρνηση, ως Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως τράπεζες, ως ιδιωτικός τομέας, ως εργαζόμενος, ως απλός πολίτης – το διαφυλάσσεις ως «κόρη οφθαλμού», το ενισχύεις και το υποστηρίζεις με όλα τα διαθέσιμα εφόδια και μέσα και εν τέλει, φροντίζεις να κάνεις ό,τι μπορείς, όπως μπορείς, για να θωρακίσεις αυτό που σου φέρνει έσοδα, διανέμει εισόδημα, διατηρεί και δημιουργεί απασχόληση, αυξάνει την κατανάλωση σε προϊόντα και υπηρεσίες άλλων τομέων, π.χ. από τα αγροτοκτηνοτροφικά, μέχρι τις τηλεπικοινωνίες και τις κατασκευές.
Αφήνω στην κρίση σας το αν και σε ποιο βαθμό ισχύει και ακολουθείται αυτή η παραδοχή.
Ο τουρισμός έχει τρεις βασικούς άξονες, σε τρεις κύριους πυλώνες της οικονομίας:
- Έσοδα, Απασχόληση, Κατανάλωση.
- Φέρνει άμεσες εισπράξεις άνω των 14-15 δισ. Ευρώ ετησίως.
- Προσφέρει άμεση απασχόληση σε περίπου 800.000 άτομα.
- Προσελκύει περί τα 25 εκατ. ξένους επισκέπτες, δηλαδή ουσιαστικά υπερδιπλασιάζει τον πληθυσμό της χώρας. Και όλοι αυτοί, καταναλώνουν και αγοράζουν πάσης φύσεως υπηρεσίες.
Το 2015, μία χρονιά κατά την οποία είχαμε συνεχείς ανατροπές και μεγάλες «εκπλήξεις», σε επίπεδο πολιτικών εξελίξεων και οικονομίας, οι τουριστικές επιχειρήσεις (στοιχεία ΙΚΑ):
- Αύξησαν 6% τον όγκο απασχόλησης των μισθωτών.
- Οι συνολικές αποδοχές των μισθωτών του τομέα άγγιξαν τα 4 δισ. Ευρώ, αυξημένες κατά 200 εκατ. σε σχέση με το 2014.
- Οι συνολικές εισφορές του τομέα προς το ΙΚΑ άγγιξαν το 1,7 δισ. Ευρώ.
Ειδικά ο ξενοδοχειακός κλάδος, τήρησε απαρέγκλιτα και την προσήλωσή του στην ανάγκη ομαλών εργασιακών σχέσεων, εργασιακής ειρήνης και κοινωνικής συνοχής. Ξενοδόχοι και ξενοδοχοϋπάλληλοι υπέγραψαν πρόσφατα την τρίτη κατά σειρά, απο το 2012, Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δείχνοντας στην πράξη, πως χωρίς συναίνεση και συνεννόηση, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις και κατά προέκταση στην έξοδο από την κρίση.
Κρατώντας αυτά στο μυαλό μας, ανοίγουμε και το θέμα «επιχειρηματικότητα». Και βλέπουμε δύο βασικά πεδία εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Το πρώτο, βασίζεται στη γνωστή –και σε έναν βαθμό, επιβεβλημένη από τους θεσμούς- συνταγή των τελευταίων ετών για αύξηση των κρατικών εσόδων: Αύξηση φόρων και νέες επιβαρύνσεις παντού, οριζόντια και κάθετα. Χωρίς ρεαλιστική εκτίμηση των επιπτώσεων. Χωρίς επιτάχυνση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων, π.χ. για την πάταξη της φοροδιαφυγής, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, την ορθολογική διαχείριση πόρων, κλπ.
Το δεύτερο, αυτό της ανάπτυξης, που θα έπρεπε να είναι το αντίβαρο –το πραγματικό ισοδύναμο- του πρώτου, παραμένει σχεδόν κενό. Όλοι ευλογούν και επικαλούνται την ανάπτυξη, αλλά αυτή, δυστυχώς, δεν έρχεται. Δε φαίνεται καν στον ορίζοντα. Προφανώς όχι λόγω… ιδιοσυγκρασίας. Και αν δεν έρχεται η ανάπτυξη, πόσο ακόμα φοροδοτικό περιθώριο υπάρχει; Ήδη, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες, πάνω από ένα στα δύο Ευρώ που τζιράρει μία μέση επιχείρηση, κατευθύνεται σε φόρους και επιβαρύνσεις! Σε αυτόν τον τομέα, μπορούμε να πούμε ότι γράφουμε ιστορία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο!
Αν ανατρέξουμε τα τελευταία χρόνια στο τι «είδε» η ελληνική επιχειρηματικότητα και εν προκειμένω αυτή του τουρισμού, τι βλέπουμε;
Τις οκτώ αλλαγές ΦΠΑ διαμονής και εστίασης από το 2008 έως και σήμερα. Τις συνεχείς αλλαγές στη φορολογία επιχειρήσεων, που, μεταξύ άλλων, καθιστούν αδύνατη την κατάρτιση ενός στοιχειώδους businessplan δεκαετίας, ή ακόμη και πενταετίας.
Την άνευ προηγουμένου υπερφορολόγηση που έχει υποστεί η μέση ξενοδοχειακή επιχείρηση – όπως κάθε ελληνική επιχείρηση – μακράν τη χειρότερη μεταξύ όλων των άλλων ανταγωνιστικών χωρών, όπως απέδειξε και πρόσφατη μελέτη του ΣΕΤΕ.
Το ότι πέρασε και ο Μάρτιος και ακόμα δεν έχουμε δει παρά ένα προσχέδιο, μόνον, –και αυτό ανεπίσημο- του νέου Αναπτυξιακού Νόμου.
Τη διαιώνιση των καθυστερήσεων στις αδειοδοτήσεις και στις εγκρίσεις για όσους τολμούν ή μπορούν να επενδύσουν και γραφειοκρατία που όπως είπαμε αντιστέκεται σθεναρά στις μεταρρυθμίσεις.
Διανύοντας δε ήδη το πρώτο τρίμηνο του 2016, βρισκόμαστε αντιμέτωποι, με νέες επαπειλούμενες επιβαρύνσεις, όπως η περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών, η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, ο διπλασιασμός της προκαταβολής φόρου, οι νέες αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ σε νησιά, η αλλαγή, σε πολλές περιπτώσεις, του τρόπου υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ και η λίστα δεν έχει τέλος.
Να προσθέσουμε και δύο ειδικού χαρακτήρα ζητήματα, που ειδικά για τις τουριστικές επιχειρήσεις, έχουν βαρύνουσα σημασία.
Πρώτον, η «δαμόκλειος σπάθη» της διαχείρισης των «κόκκινων δανείων». Έχουμε επισημάνει – εδώ και πολύ καιρό- πως στο ζήτημα της αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων», μεταξύ άλλων, υποκρύπτεται ο κίνδυνος αφελληνισμού της ελληνικής Ξενοδοχίας. Η έννοια αυτή μπορεί να έχει μία πολιτική χροιά, ή να χαρακτηριστεί και από κάποιους ως λαϊκίστικη αναφορά. Είναι όμως μία ουσιαστική παράμετρος του προβλήματος, δεδομένου ότι οι πολλές χιλιάδες ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, μεγάλου, μεσαίου και μικρού μεγέθους, που έχουν επενδύσει εκατοντάδες εκατ. Ευρώ, που απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους, αποτελούν σημαντικά «κύτταρα», ανάπτυξης, απασχόλησης, κατανάλωσης, στην τοπική οικονομία και κοινωνία όπου λειτουργούν επί σειρά ετών και το κάθε Ευρώ των εσόδων τους διαχέεται στην κοινωνία αυτή.
Ο κίνδυνος λοιπόν ξαφνικής και βίαιης αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος, μπορεί να έχει ευρύτερες επιπτώσεις, ειδικά μάλιστα εάν η εθνικότητα του νέου επενδυτή οδηγεί μέρος των εσόδων κατευθείαν στην έδρα του, με όλους τους νόμιμους άμεσους και έμμεσους τρόπους. Και επιπλέον, είναι πραγματικά άδικο, Έλληνες επιχειρηματίες και επιχειρήσεις, που παρά το δυσμενές περιβάλλον που περιγράφηκε πιο πάνω, εξακολουθούν να επενδύουν ή επιθυμούν να επενδύσουν στη χώρα τους, να μην έχουν τουλάχιστον την ίδια αντιμετώπιση, για να μην πω ευνοϊκότερη, από κάποιον που απλά αντιμετωπίζει την Ελλάδα της κρίσης ως μία συγκυριακή ευκαιρία αποκόμισης σημαντικού κέρδους.
Αντί αυτού, λοιπόν, θα πρέπει οι τράπεζες –μέσω και της δημιουργίας ενός ευέλικτου και λειτουργικού κανονιστικού πλαισίου- να αναδιαρθρώσουν, κατά περίπτωση, τα δάνεια των καθ’ όλα βιώσιμων επιχειρήσεων, με πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων από τον υφιστάμενο ιδιοκτήτη ή από στρατηγικούς επενδυτές, ώστε αυτές να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Και σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει ο εμπλεκόμενος επιχειρηματίας να συμμετέχει σε όλες τις φάσεις αυτής της διαδικασίας και να έχει συγκεκριμένες επιλογές.
Δεύτερον, το γεγονός ότι μία κατ’ εξοχήν τουριστική χώρα, μία από τις μεγαλύτερες τουριστικές οικονομίες ή δυνάμεις, αν θέλετε, του κόσμου, λειτουργεί και επιχειρεί χωρίς Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τον Τουρισμό, εδώ και σχεδόν έναν χρόνο! Θυμίζω ότι το πλέον πρόσφατο Ειδικό Χωροταξικό του Τουρισμού, που θεσμοθετήθηκε το 2013, ακυρώθηκε πέρυσι από το ΣτΕ για λόγους διαδικαστικούς. Έκτοτε, όμως, ουδέν νεότερο από το μέτωπο.
Το Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τον Τουρισμό, είναι καθοριστικής σημασίας πλαίσιο, απαραίτητο για την τουριστική ανάπτυξη και την προώθηση των τουριστικών επενδύσεων σε συνάρτηση πάντα με την χωροταξική οργάνωση και την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι ο κύριος «οδικός χάρτης» που συνταιριάζει και εξειδικεύει τις χωροταξικές δυνατότητες και αντοχές της χώρας, την αειφορία και την προστασία του φυσικού μας περιβάλλοντος με τις επενδυτικές και επιχειρηματικές ανάγκες του τουριστικού μας προϊόντος.
Αναφέρθηκα, προηγουμένως, εν τάχει στον Αναπτυξιακό Νόμο, για την ακρίβεια, στην απουσία αυτού. Άποψη του ΣΕΤΕ είναι ότι προκειμένου οι ιδιωτικές επενδύσεις να έχουν οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα και να προάγουν την περιβαλλοντική αειφορία, θα πρέπει να στοχεύσουν σε συγκεκριμένα τουριστικά προϊόντα, με βάση διεθνή πρότυπα και τις τάσεις ζήτησης στη διεθνή τουριστική αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η ενίσχυση επενδύσεων προσανατολισμένων στον ποιοτικό εκσυγχρονισμό και την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας, που συνεισφέρουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία, με ιδιαίτερη έμφαση σε επενδύσεις ανάπτυξης καινοτόμων, βιώσιμων, ποιοτικών, ολοκληρωμένων και στοχευμένων προϊόντων που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των επισκεπτών.
Τέλος, ειδικά όσον αφορά τις αδειοδοτήσεις, τόσο για μεγάλες επενδύσεις όσο και για την έναρξη νέων επιχειρήσεων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να υπάρξουν τολμηρές αποφάσεις και ρηξικέλευθες παρεμβάσεις από πλευράς κυβέρνησης, προς την κατεύθυνση της ριζικής απλούστευσης των διαδικασιών αδειοδότησης νέων, αλλά και υφιστάμενων επιχειρήσεων (ανανεώσεις, επικαιροποιήσεις, κλπ).
Κυρίες και κύριοι,
Με το κλείσιμο του 2015, διαπιστώθηκε ότι ο τουρισμός κατόρθωσε να προσεγγίσει τους στόχους του – των 26 εκατ. αφίξεων και των 14,5 δισ. Ευρώ – αν και είναι εύλογο ότι, υπό άλλες συνθήκες, τα μεγέθη αυτά θα ήταν πολύ καλύτερα.
Για το 2016, από πλευράς τουρισμού και με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η ζήτηση για την Ελλάδα, κατά κύριο λόγο, παραμένει σε ένα επίπεδο που επιτρέπει αισιοδοξία. Το νέο έτος, όμως, προδιαγράφεται εξίσου δύσκολο με το 2015, καθώς πέρα από τα εσωτερικά «μέτωπα» που παραμένουν ανοικτά, η εξέλιξή του θα καθοριστεί κυρίως από μία σειρά εξωγενών παραγόντων και εξελίξεων στην ευρύτερη γεωπολιτική «γειτονιά» μας.
Έχουμε ξαναπεί ότι ο ελληνικός τουρισμός, η ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα δεν ζητά «μαγικές λύσεις», ούτε κάτι άλλο εξωπραγματικό.
Ζητά έναν βατό αναπτυξιακό δρόμο, ένα σταθερό, για τουλάχιστον μία πενταετία, ρεαλιστικό φορολογικό πλαίσιο και ένα πιο φιλικό χρηματο-πιστωτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, στο οποίο θα μπορέσουν να κινηθούν οι τουριστικοί επιχειρηματίες, προκειμένου να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους, να διατηρήσουν στο ίδιο επίπεδο τη συνεισφορά τους στην απασχόληση και στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες και να βελτιώσουν τη θέση τους έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού, ο οποίος καλπάζει.
Αν αυτά φαίνονται ουτοπικά ή παράλογα ή ακατόρθωτα, στο πολιτικό μας σύστημα, τότε ποιο το νόημα να συζητάμε κάθε τρεις και λίγο περί «επιχειρηματικότητας»;
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.