Ομιλίες / Δηλώσεις

Ομιλία του Α Αντιπροέδρου ΔΣ του ΣΕΤΕ, κ. Γ. Ρέτσου στην εκδήλωση της Ευρωβουλευτού, κας Ε. Βοζενμπεργκ – Βριωνίδη με τίτλο: «The future of tourism and cruise in Greece and Europe: Challenges and interactions»

Αγαπητά Μέλη του Ευρωκοινοβουλίου, 

Κυρίες και κύριοι, 

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στην Ευρωβουλευτή, κα Βόζενμπεργκ για την πρωτοβουλία της και θα ήθελα να μεταφέρω τις ευχαριστίες των τουριστικών φορέων της Ελλάδας για την πρόσκληση να συμμετάσχουμε σε αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα ημερίδα. 

Με πάνω από το 40% των διεθνών τουριστικών αφίξεων – δηλαδή περίπου 480 εκατ. αφίξεις – και πάνω από το 30% των τουριστικών εσόδων παγκοσμίως – δηλαδή περίπου 340 δισ. ευρώ – να καταγράφονται στην Ευρώπη των 28, το 2015 θα περίμενε κανείς ότι ο τομέας Τουρισμού και Ταξιδιών, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. 

Η συνεισφορά και σημασία του για την οικονομία, την περιφερειακή ανάπτυξη, την κοινωνία, θα έπρεπε να είναι αυταπόδεικτη και δεδομένη, τόσο σε ευρωπαικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Μάλιστα, δεν πρόκειται για μία παραδοχή που προωθείται κυρίως από τον πιο ανεπτυγμένο τουριστικά Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά για μία παραδοχή που διατρέχει την τουριστική Ευρωπαική μας κοινότητα από άκρη σε άκρη.

Η Ευρώπη, άλλωστε, πέραν από κορυφαίος προορισμός εισερχόμενου τουρισμού διεθνώς, είναι και μία τεράστια αγορά «εσωτερικού», ας το πούμε έτσι, τουρισμού, καθώς τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς για πολλούς προορισμούς εντός Ευρώπης, αντιπροσωπεύουν επισκέπτες από άλλα ευρωπαϊκά κράτη.  

Η συνολική εξαγωγική αξία του τουρισμού, διεθνώς, υπολογίζεται στο 1,4 τρισ. δολάρια ή πάνω από 1,2 τρισ. ευρώ. Ως εξαγωγικός κλάδος, ο τουρισμός ιεραρχείται τρίτος, πλέον, μετά τον κλάδο των καυσίμων και των χημικών και κατέχει υψηλότερη θέση από τον κλάδο των τροφίμων και των αυτοκινήτων. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, δε, ο τουρισμός πρωταγωνιστεί καθώς είναι ο βασικός εξαγωγικός κλάδος. 

Ωστόσο -και πιστεύω ότι μεταφέρω μία κοινή διαπίστωση τουριστικών φορέων και παραγόντων πολλών χωρών– μόλις πριν από λίγα χρόνια είδαμε να δομείται μία ενιαία Στρατηγική για τον Τουρισμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μόλις πολύ πρόσφατα, να αναπτύσσεται, συντονισμένα και συστηματικά, μία προσπάθεια προβολής της Ευρώπης ως ενιαίου τουριστικού προορισμού, στις υπόλοιπες μεγάλες περιοχές του κόσμου. 

Αν δούμε αυτό το ποτήρι μισοάδειο, τότε πρόκειται για μία μάλλον απογοητευτική κατάσταση. Αν το δούμε πιο θετικά και αισιόδοξα, τότε βλέπουμε ότι, πρώτον, υπάρχει μία ενθαρρυντική κινητικότητα από πλευράς στρατηγικής και πολιτικών και δεύτερον, ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη και η συνεισφορά της τουριστικής δραστηριότητας τόσο για την ευρωπαϊκή οικονομία όσο και για τις εθνικές οικονομίες και κοινωνίες. 

Σε αυτές τις ιδιαίτερα απαιτητικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που ζούμε, το γεγονός ότι υπάρχει ένας τομέας που φέρνει πολύτιμα έσοδα, δημιουργεί θέσεις εργασίας, φέρνει κατανάλωση και διαχέει εισόδημα, επενδύει και βελτιώνει υποδομές και υπηρεσίες, από μόνο του είναι ικανό να τον καθιστά πρωταγωνιστή των εξελίξεων και όχι απλό παρατηρητή τους.    

Ο Τουρισμός, από φύση και θέση, διαθέτει ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιότητες: 

Πρώτον, ενώνει, ενεργοποιεί και συνεργάζεται με όλες τις οικονομικές, παραγωγικές και κοινωνικές δομές. Μπορεί, τόσο να συνεργαστεί στενά με τους λοιπούς παραγωγικούς τομείς, όσο και να τους στηρίξει ουσιαστικά ως ενδιάμεσος. Πρωτογενής και δευτερογενής τομέας μπορούν έως και να συντηρηθούν, σε πολύ σημαντικό βαθμό από έναν εύρωστο Τουρισμό, σε πολλά κράτη της Ευρώπης. 

Δεύτερον, ο Τουρισμός, καθώς είναι συνυφασμένος με τον πολιτισμό, την προστασία του περιβάλλοντος και την τεχνολογία, είναι ο πλέον συμβατός με τις διεθνείς τάσεις: Αφενός γίνεται ο βασικός υποστηρικτής, διασώστης, αλλά και φρουρός των στοιχείων εκείνων που αποτελούν το βασικό του «κεφάλαιο», δηλαδή της φύσης και του πολιτισμού. Αφετέρου οφείλει να είναι ο πλέον σύγχρονος σε ότι αφορά στην προσφορά και στο προϊόν του – προκειμένου να μπορεί να είναι ανταγωνιστικός. 

Πέραν αυτών, ο Τουρισμός στηρίζει με τον καλύτερο τρόπο: 

1. τις θέσεις εργασίας και την απασχόληση σε κάθε μορφή, όχι μόνο στις τουριστικές επιχειρήσεις, αλλά κσι σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας μιας περιοχής,

2. τις μεταφορές, εντός κι εκτός Ευρώπης και των κρατών της και με κάθε μέσο,

3. τις δομές κατά τόπους και τις υπηρεσίες, ακόμη και σε υποβαθμισμένους κατά τα άλλα ή ακριτικούς προορισμούς,

4. την ανασύσταση των περιφερειακών περιοχών, αφού περιορίζει την ερήμωση και την εγκατάλειψη και τις ουσιαστικές απώλειες από τη μετανάστευση, δημιουργώντας με τα κατάλληλα κίνητρα νέες θέσεις εργασίας, βοηθώντας ταυτόχρονα τον επαναπατρισμό ανθρώπων και κεφαλαίων,

5. τη σύνδεση με την καινοτομία και την πρωτοπορία, καθώς παρασύρει προς τα «εμπρός» την επιχειρηματικότητα, την εκπαίδευση, την ποιότητα της προσφοράς, τις κατά τόπους υποδομές και καθιστά αναγκαίο τον εκσυγχρονισμό δομών και μηχανισμών, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. 

Αν μεταφέρουμε αυτήν την εικόνα συνεισφοράς και σημασίας του τομέα στα δεδομένα της Ελλάδας, τότε διαπιστώνουμε ότι ο τομέας Τουρισμού αποκτά ακόμα μεγαλύτερη διάσταση και βαρύτητα. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη τα επτά χρόνια ύφεσης και οικονομικής κρίσης που μαστίζουν τη χώρα και την οικονομία της. 

Ο τομέας Τουρισμού στην Ελλάδα, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε τρεις κύριους πυλώνες της οικονομίας: Έσοδα, Απασχόληση, Κατανάλωση.

Φέρνει άμεσες εισπράξεις άνω των 14 δισ. Ευρώ ετησίως και η συνολική άμεση και έμμεση συνεισφορά του στο ΑΕΠ ξεπερνά το 25%. 

Προσφέρει άμεση απασχόληση σε περίπου 800.000 άτομα, πάνω από το 30% της έμμισθης απασχόλησης της χώρας. 

Προσελκύει περί τα 25 εκατ. ξένους επισκέπτες, δηλαδή ουσιαστικά υπερδιπλασιάζει τον πληθυσμό της χώρας με ευνόητες επιδράσεις στην κατανάλωση και αγορά πάσης φύσεως αγαθών και υπηρεσιών. 

Από το 2010 έως και το 2015, ο τουρισμός προσέθεσε 43% σε όγκο απασχόλησης και 17% σε αμοιβές, όταν τα αντίστοιχα μεγέθη για όλους τους άλλους κλάδους ήταν +6% και -6% αντίστοιχα. Επίσης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, δημιουργήθηκαν επιπλέον 90 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. 

Ειδικά για το ζήτημα της απασχόλησης και ειδικά για τον ξενοδοχειακό κλάδο, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι στον Ξενοδοχειακό κλάδο, έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες της ελληνικής οικονομίας, τηρείται απαρέγκλιτα η προσήλωση στην ανάγκη ομαλών εργασιακών σχέσεων, εργασιακής ειρήνης και κοινωνικής συνοχής. Ξενοδόχοι και ξενοδοχοϋπάλληλοι υπογράψαμε πρόσφατα την τρίτη κατά σειρά, απο το 2012, Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία διατηρεί το σύνολο των θεσμικών διασφαλίσεων των προηγουμένων Συμβάσεων ενώ προβλέπει και αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων. 

Αν δούμε τις μελέτες που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, αν δούμε τι λένε τα «χαρτιά», για να το θέσω πιο απλοϊκά, οι αριθμοί, είναι ξεκάθαροι: εκτιμάται ότι την επόμενη δεκαετία, υπό την προυπόθεση της  επιδίωξη ορισμένων σχετικά απλών και εφικτών στόχων, η συνεισφορά του Τουρισμού στο ΑΕΠ μπορεί να αυξηθεί κατά 20 δισ. Ευρώ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, η άμεση και έμμεση συνεισφορά του Τουρισμού στο ΑΕΠ αποτιμήθηκε το 2009 στα 34,3 δισ. Ευρώ. Θεωρείται ότι το 2021 θα βρίσκεται στο επίπεδο των 41,1 δισ. Ευρώ αλλά έχει τη δυναμική και την προοπτική να φθάνει στα 54,7 δισ. Ευρώ! 

Ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά» σε όλα αυτά… 

Κυρίες και κύριοι,

Είμαι βέβαιος ότι όλοι σας, σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό, έχετε γνώση του τι έχει συμβεί και συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε ή να επαναλάβουμε τα χαρακτηριστικά της κατάστασης που βιώνει η χώρα μας, τις προβλέψεις των Μνημονίων, το χρέος, τους στόχους για πλεονάσματα και δημοσιονομικές προσαρμογές. 

Αλλά, ως τουριστικός κόσμος, οφείλουμε να μεταφέρουμε και να μοιραστούμε ένα καταλυτικό ερώτημα, το οποίο βεβαίως έχουμε απευθύνει επανειλημμένα και στην ελληνική κυβέρνηση: 

Για μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση, σε δεινή δημοσιονομική θέση και σε βαθιά ύφεση επτά συναπτά χρόνια, τι ορίζει η κοινή λογική και κρίση; Ότι όταν έχεις ένα τέτοιο πλεονέκτημα στα χέρια σου, όπως ο τουρισμός – ως Πολιτεία, ως κυβέρνηση, ως Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως τράπεζες, ως ιδιωτικός τομέας, ως εργαζόμενος, ως απλός πολίτης – το διαφυλάσσεις ως “κόρη οφθαλμού”, το ενισχύεις και το υποστηρίζεις με όλα τα διαθέσιμα εφόδια και μέσα και εν τέλει, φροντίζεις να κάνεις ό,τι μπορείς, όπως μπορείς, για να θωρακίσεις αυτό που σου φέρνει έσοδα, διανέμει εισόδημα, διατηρεί και δημιουργεί απασχόληση, ενισχύει την τοπική παραγωγικότητα, αυξάνει την κατανάλωση σε προιόντα και υπηρεσίες άλλων τομέων, π.χ. από τον πρωτογενή τομέα, μέχρι τις τηλεπικοινωνίες και τις κατασκευές.

 Τι πιο εύλογο και προφανές;

Αυτό που βλέπουμε, όμως, είναι δύο βασικά πεδία εφαρμοζόμενων πολιτικών. 

Το πρώτο, βασίζεται στη γνωστή – και σε έναν βαθμό, επιβεβλημένη από τους δανειστές μας – συνταγή των τελευταίων ετών για αύξηση των κρατικών εσόδων: Αύξηση φόρων και νέες επιβαρύνσεις παντού. Φόροι οριζόντια και κάθετα. Στο προϊόν – όπως ο ΦΠΑ που με τη νέα αύξηση θα είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη – στις επιχειρήσεις και στους επαγγελματίες, αλλά και στον πελάτη, σύμφωνα με την τελευταία επινόηση για «φόρο διαμονής», από το 2018. Χωρίς ρεαλιστική εκτίμηση των επιπτώσεων. Χωρίς επιτάχυνση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων, πχ. για την πάταξη της φοροδιαφυγής, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, την ορθολογική διαχείριση πόρων κλπ. 

Το δεύτερο, αυτό της ανάπτυξης, που θα έπρεπε να είναι το αντίβαρο – το πραγματικό ισοδύναμο – του πρώτου, παραμένει σχεδόν κενό. Όλοι ευλογούν και επικαλούνται την ανάπτυξη, αλλά αυτή, δυστυχώς, δεν έρχεται. Και όσο δεν έρχεται η ανάπτυξη, πόσο ακόμα φοροδοτικό περιθώριο υπάρχει, πόσο ακόμα μπορεί να διασώζεται η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων; Ήδη, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες, πάνω από ένα στα δύο ευρώ που τζιράρει μία μέση επιχείρηση, κατευθύνεται σε φόρους και επιβαρύνσεις. Σε αυτό το επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι γράφουμε ιστορία πανευρωπαϊκά! 

Είναι αλήθεια ότι το 2015, παρά τις ανατροπές και τις δραματικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις – τρεις εκλογικές διαδικασίες, capitalcontrols, έξαρση του προσφυγικού ζητήματος κ.λπ. – αποδείχθηκε τελικά η καλύτερη χρονιά του ελληνικού τουρισμού, μέχρι σήμερα, από πλευράς συνολικού αριθμού αφίξεων, καθώς ξεπεράσαμε τα 26 εκατομμύρια και εθνικών εσόδων, καθώς ήρθαν στη χώρα πάνω από 14 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή λέει ότι αν δεν υπήρχαν αυτές οι δύσκολες στιγμές και καταστάσεις για την εικόνα της χώρας, τα αποτελέσματα του τουρισμού θα ήταν ακόμα καλύτερα. Αν πρέπει, όμως, να ξεχωρίσουμε έναν παράγοντα που τελικά έκανε τη διαφορά στο να διατηρηθεί η ζήτηση που υπήρχε για τη χώρα μας «ζωντανή», αυτός ήταν η υπερπροσπάθεια των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις αντιξοότητες και στις πρωτόγνωρες προκλήσεις, να διασώσουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων αυτών, είναι μικρομεσαίες οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις, οι οποίες κρατούν σε πολύ υψηλό επίπεδο, διεθνώς, την ποιότητα των υπηρεσιών τους και την αρτιότητα των υποδομών τους. 

Αυτό που κυριαρχεί σήμερα στην ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα, είναι μία διαρκής, αγωνιώδης προσπάθεια να διαχειριστεί τις δυσκολίες και τα εμπόδια που έχει φέρει και εξακολουθεί να φέρνει η κρίση αλλά και όλο αυτό το πολιτικό-οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον το οποίο έχει διαμορφωθεί. Για πολλούς στον κλάδο μας, πρωταρχικό μέλημα είναι να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους, χωρίς να χαθούν θέσεις εργασίας, χωρίς να υποβαθμιστεί η ποιότητα των υπηρεσιών, χωρίς κίνδυνο «ασφυξίας» από τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις. 

Με την ελπίδα, λοιπόν, ότι κάποια στιγμή, αυτοί που πρέπει, θα αντιληφθούν τη σημασία της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας και θα προχωρήσουν στα δέοντα και αυτονότητα, από την πλευρά μας, οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις επικεντρώνουμε αυτή την περίοδο τις δυνάμεις μας στο να υποδεχθούμε τους επισκέπτες μας και να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα από πολλούς άλλους: να προσφέρουμε μία μοναδική θετική εμπειρία στους επισκέπτες που θα επιλέξουν την Ελλάδα φέτος για τα ταξίδια τους. Και να συνεισφέρουμε έτσι, για μία ακόμη δύσκολη χρονιά, στο εθνικό εισόδημα, στις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες, στην απασχόληση, στην παραγωγή. 

Θα ήθελα να συμπληρώσω, στο σημείο αυτό, ότι ο ΣΕΤΕ, αφενός μεν μέσω, του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, προχωρεί τον σχεδιασμό ενός νέου ολοκληρωμένου συστήματος πιστοποίησης ποιότητας υπηρεσιών και προσόντων βασισμένο στη διεθνή εμπειρία, ενώ υλοποιεί προγράμματα εκπαίδευσης ανέργων και επιμόρφωσης επαγγελματιών.   

Παράλληλα, μέσω των περιφερειακών γραφείων μας και της MarketingGreece, συμβάλλουμε στρατηγικά και αποφασιστικά στην προώθηση των ελληνικών τουριστικών προϊόντων, σε βασικές αγορές στόχους σε στενή συνεργασία με τις περιφερειακές αρχές και τους τοπικούς φορείς. 

Κυρίες και κύριοι, 

Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνικός τουρισμός, τα οποία, αν τα δούμε από μία ευρύτερη γωνία, τελικά, θεωρούμε ότι αφορούν όλη την ευρωπαϊκή οικογένεια, ότι αφορούν και απασχολούν τις τουριστικές κοινότητες των περισσότερων ευρωπαϊκών προορισμών και αγορών. Επομένως, πιστεύουμε ότι πέραν των όσων πράττουν ή δεν πράττουν οι εθνικές κυβερνήσεις, η ανάδειξή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην χάραξη κεντρικών κατευθύνσεων που θα υποβοηθήσουν την επίλυσή τους και θα διευκολύνουν, κατά προέκταση, την υιοθέτηση των απαιτούμενων πολιτικών και δράσεων από τις εθνικές κυβερνήσεις. 

Ξεκινώ από την ανταγωνιστικότητα. Η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προορισμών είναι το σημαντικότερο εφόδιο που έχουν έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Βεβαίως και υπάρχει θέμα ανταγωνιστικότητας και μεταξύ των προορισμών μας και των επιχειρήσεών μας, εντός Ευρώπης, δεν τρέφουμε αυταπάτες για το πως πρέπει να αντιλαμβάνεται και να διαχειρίζεται κάθε εθνική κυβέρνηση τα του οίκου της. Αλλά εφόσον υπάρχει μία ισχυρή βούληση από τα κεντρικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε οριζόντιες και κάθετες πολιτικές στήριξης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προορισμών, όλοι θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε. 

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι κάθε πρόσθετη επιβάρυνση στο τουριστικό προϊόν, κάθε αύξηση ή επιβολή νέου φόρου στην τουριστική επιχειρηματικότητα, αναχαιτίζει τη δυναμική της και υπονομεύει την περαιτέρω ανάπτυξή της. Αποτρέπει νέες επενδύσεις και περιορίζει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, προκαλώντας άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις σε ό,τι διασυνδέεται με την τουριστική δραστηριότητα. 

Επιπρόσθετα, είναι επιτακτική ανάγκη να βάλουμε σε μία νέα βάση, με ψυχραιμία και ρεαλισμό, το θέμα των διαδικασιών χορήγησης θεωρήσεων. Η Συνθήκη Σένγκεν έχει περάσει σε μία βάσανο αναθεώρησης και αναπροσαρμογής, λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων στο προσφυγικό ζήτημα, όπου εξακολουθητικά διαπιστώνουμε σοβαρές δυσκολίες στην ολιστική διαχείρισή του, αλλά και των τρομοκρατικών επιθέσεων που έχουν συγκλονίσει όλους μας και έχουν δημιουργήσει ένα πρωτόγνωρο, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κλίμα ανασφάλειας.

Κανείς δεν αντιλέγει ότι η ασφάλεια είναι πρωταρχικός παράγοντας στα ευρωπαϊκά κράτη, που πρέπει να προστατευθεί και να θωρακιστεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Αυτό όμως πρέπει να γίνει με τρόπο που δεν θα διακυβεύσει το θεμελιώδες ευρωπαϊκό κεκτημένο της ελεύθερης διακίνησης ατόμων και αγαθών εντός της ΕΕ, τα ανθρωπιστικά μας ιδεώδη αλλά, παράλληλα και το διαρκές ζητούμενο της εξωστρέφειας και της προσβασιμότητας. 

Άποψή μας είναι ότι τα περιθώρια της Συνθήκης ως προς τη χορήγηση θεωρήσεων προς πολίτες τρίτων χωρών που αποδεδειγμένα αποτελούν σημαντικές αγορές προέλευσης επισκεπτών, θα πρέπει να διευρυνθούν για τους ευρωπαϊκούς τουριστικούς προορισμούς. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει να εργαστούμε από κοινού, όλοι μας. 

Ο αθέμιτος ανταγωνισμός. 

Ως τουριστικοί επιχειρηματίες, αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις νέες δυναμικές τάσεις στον τομέα μας. Η αλματώδης ίσως και εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομίας διαμοιρασμού, του sharingeconomy, είναι ίσως η πιο πολυσυζητημένη και ισχυρή τάση που καταγράφεται διεθνώς, τα τελευταία χρόνια. Μία τάση που αλλάζει τα δεδομένα στον τομέα διαμονής και σε άλλους τομείς, όπως οι μεταφορές και που είναι σαφές ότι θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο και τα επόμενα χρόνια. 

Ως ξενοδόχοι, όμως, εκφράζουμε τον προβληματισμό μας και την ανησυχία μας, για το πως αυτή η νέα δραστηριότητα διεκδικεί τον χώρο της στις τουριστικές αγορές. Στην Ελλάδα, βιώνουμε μία ξεκάθαρη στρέβλωση της αγοράς, καθώς, από τον περασμένο Νοέμβριο, επήλθε μία άνευ όρων και εκτός θεσμικών πλαισίων απελευθέρωση του καθεστώτος ιδιωτικών μισθώσεων, που μεταξύ άλλων και κυρίως λόγω της ολιγωρίας ή της αδυναμίας του κράτους να επιβάλλει κάποιους κανόνες, έχει δημιουργήσει μία τεράστια παραοικονομία.

Χιλιάδες χώροι προσφέρονται προς μίσθωση σε επισκέπτες, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, χωρίς προδιαγραφές, χωρίς να αποτελούν φορολογική ύλη ή να εμπίπτουν σε κάποιο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας, αν και όπως διαπιστώνουμε, τελικά, υπάρχει έντονη επιχειρηματική εκμετάλλευση. Και το κυριότερο, με απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ εσόδων για το κράτος, την ώρα που αυτό το κράτος, εξαντλεί την ευρηματικότητά του στην επιβολή νέων φόρων.

 

Δεν είναι ένα πρόβλημα μόνον του ελληνικού τουρισμού, αυτό. Υπάρχει και απαντάται σχεδόν σε όλες τις χώρες και τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, αλλά διαφέρει ο τρόπος που κάθε κυβέρνηση ή περιφερειακή ή τοπική Αρχή επιλέγει να το διαχειρίζεται. Πέραν, όμως, του τι εφαρμόζει ή εξετάζει κάθε ευρωπαϊκό κράτος ξεχωριστά, πιστεύουμε ότι το ζήτημα αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μίας ευρύτερης μελέτης και συζήτησης, προκειμένου να αναζητηθούν κάποιες κοινές βάσεις και κατευθύνσεις. 

Η αειφορία και η βιώσιμη ανάπτυξη. 

Όπως προανέφερα, για τον τουρισμό, το φυσικό περιβάλλον και το πολιτισμικό στοιχείο, είναι οι βασικοί πυλώνες του, τα μεγάλα συγκριτικά του πλεονεκτήματα. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για τουριστική επιχειρηματικότητα, ανσε αυτή δεν εμπεριέχεται η έννοια της αειφορίας: υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωση της ποιότητας του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Όλοι οφείλουμε να ασπαζόμαστε ευλαβικά την παραδοχή πως η τουριστική ανάπτυξη δεν υποθηκεύει, ούτε εξαντλεί τις μελλοντικές δυνατότητες της κάθε χώρας και δεν επιδιώκει βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, σε βάρος του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. 

Σήμερα, ένα σημαντικό μέρος του τουριστικού τομέα καταβάλλει προσπάθειες για την προστασία του περιβάλλοντος, μέσα από την υιοθέτηση μεθόδων και τεχνικών για την επεξεργασία των αποβλήτων, τη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας, την περιβαλλοντική διαχείριση των μονάδων κοκ. 

Ωστόσο είναι επιτακτική και διαρκής η ανάγκη για πιο ευέλικτα θεσμικά πλαίσια, καλύτερη οργάνωση των κρατικών δομών, ρεαλιστικές εφαρμογές, περισσότερες λύσεις και κίνητρα.

Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι η ανάγκη μετάβασης σε έναν πιο ποιοτικό, διαφοροποιημένο και πολυθεματικό τουρισμό, που να απευθύνεται σε ένα κοινό με υψηλότερες απαιτήσεις, να σέβεται και να προστατεύει το περιβάλλον, με παράλληλη αξιοποίηση των τουριστικών πόρων. Η ευαισθητοποίηση και επιμόρφωση των ίδιων των επισκεπτών, σε αυτά τα ζητήματα είναι εξίσου σημαντική με τον τρόπο που ένας προορισμός διαχειρίζεται το φυσικό και πολιτισμικό του περιβάλλον. 

Ο ανθρώπινος παράγοντας. 

Ο τουρισμός είναι κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρικός τομέας. Τόσο ως προς τη ζήτηση, όσο και ως προς την προσφορά. Όταν μιλάμε συχνά για ποιότητα στον τουρισμό, μπορεί να εννοούμε μία σειρά χαρακτηριστικών, σε υποδομές και υπηρεσίες. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι η ποιότητα του ανθρώπινου στοιχείου είναι η μοναδική, καθοριστική και κορυφαία έκφανση για έναν επισκέπτη και αυτή που διαμορφώνει το τελικό ισοζύγιο των εντυπώσεών του σε ένα ταξίδι. 

Αυτή η διάσταση είναι η πεμπτουσία του τουρισμού και της φιλοξενίας και εδώ αναδεικνύεται η τεράστια σημασία της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι θεμελιώδης για τον τουρισμό, είτε μιλάμε για ξενοδοχεία είτε για άλλες τουριστικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες. Χρειάζονται καταρτισμένα και καλά εκπαιδευμένα στελέχη και εργαζόμενοι. Αλλά πάνω από όλα, ο τουρισμός χρειάζεται κόσμο που να αγαπάει αυτό που κάνει, να αισθάνεται περήφανος για τις υπηρεσίες που προσφέρει, να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα αλλά και την ευθύνη που έχει κάθε του κίνηση και τρόπος. 

Πιστεύουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα στον τομέα των ανθρώπινων πόρων. Η αξιοποίηση των Κοινοτικών κονδυλίων για την υλοποίηση σχετικών προγραμμάτων και δράσεων, υπήρξε καταλυτική προς αυτήν την κατεύθυνση. Εκτιμούμε ότι μπορεί να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη προσοχή στον τομέα της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης στον τουρισμό και ότι πρέπει να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η διαδραστικότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, μέσω της ανάπτυξης και ανταλλαγής τεχνογνωσίας, της ανάδειξης βέλτιστων πρακτικών και της δόμησης εμπειριών. 

Κυρίες και κύριοι, 

Διανύουμε μία περίοδο μεγάλων προκλήσεων και έντονων ζυμώσεων σε πολλά μέτωπα. Γεωπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, δημογραφικά. Που θέτουν σε ποικίλες δοκιμασίες όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. 

Πιστεύουμε ότι ο τουρισμός, ως «ζωντανό», κομβικό κύτταρο του οικονομικού και κοινωνικού ιστού της Ευρώπης και του κάθε κράτους της, μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην άμβλυνση πολλών από τα ζητήματα και τα προβλήματα που μας απασχολούν. 

Ας του δώσουμε, στον βαθμό που αναλογεί στον καθένα μας, τη δυνατότητα και τα εφόδια να μεγιστοποιήσει αυτήν την πολύτιμη συνεισφορά του. 

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. 

Γιάννης Ρέτσος

Α Αντιπρόεδρος ΔΣ

Facebook
Twitter
LinkedIn
Παρακαλώ περιμένετε…

Εγγραφή στο newsletter

Σε συμμόρφωση με τις προβλέψεις του νέου Γενικού Κανονισμού Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ΕΕ 679/2016 (GDPR), ο ΣΕΤΕ χρειάζεται τη συγκατάθεσή σας για να επικοινωνεί μαζί σας, προκειμένου να λαμβάνετε τα newsletters του. Οι επικοινωνίες αυτές πραγματοποιούνται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Για να δείτε την Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα του ΣΕΤΕ, παρακαλούμε πατήστε εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο