Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Με ιδιαίτερη χαρά αποδέχθηκα την πρόσκληση για τη συμμετοχή μου στο εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο του κύκλου ιδεών με γενικό τίτλο «η Ελλάδα Μετά ΙΙ».
Θέμα της σημερινής μας συνάντησης, η ανάγκη εφαρμογής ενός εθνικού σχεδίου ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Μια αυτονόητη προϋπόθεση δηλαδή, για να βγει η Ελλάδα οριστικά από τον φαύλο κύκλο της κρίσης που μαστίζει τη χώρα σχεδόν μια δεκαετία.
Και λέω δεκαετία, διότι η κρίση στη χώρα μας, η κρίση ανταγωνιστικότητας, η κρίση χρέους και η συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας ξεκινάει αρκετά πριν τη συμβολική στιγμή εισόδου μας στο πρώτο Μνημόνιο το 2010.
Ξεκινάει, τότε, στα τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όταν όλα τα σημάδια, όλοι οι δείκτες έδειχναν ότι τα πράγματα οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε μια μεγάλη ύφεση, σε μια ιστορική κρίση για την Ελλάδα.
Τότε που οι προειδοποιήσεις –κυρίως από το εξωτερικό– ήταν δραματικές για το μέλλον της χώρας.
Νομίζω ότι η περιγραφή και η διαπίστωση των αιτιών της κρίσης είναι πλέον γνωστή σε όλους, έχει γίνει πολλές φορές και με πολλούς τρόπους.
Δε θα ήθελα να επεκταθώ σε αυτό το κομμάτι αν και καλό είναι να μην ξεχνάμε πως φτάσαμε σήμερα εδώ, ιδίως τώρα που παρατηρώ με ανησυχία πολλά λάθη από το παρελθόν να επαναλαμβάνονται με μεγάλη «επιμέλεια».
Πολλές από τις παθογένειες προηγούμενων δεκαετιών αρχίζουν και πάλι να κάνουν την εμφάνισή τους.
Είτε ως πολιτικός λόγος -και πολιτικές υποσχέσεις, είτε ως συντεχνιακές διεκδικήσεις.
Και αυτό είναι ένα πρώτο και σημαντικό σημείο το οποίο θα ήθελα να τονίσω με έμφαση.
Αν θέλουμε να γίνουμε ξανά ανταγωνιστικοί –συγνώμη … διορθώνω … αν θέλουμε να γίνουμε πραγματικά ανταγωνιστικοί, δε θα πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη με το παρελθόν …
Να δημιουργήσουμε δηλαδή και πάλι ένα σπάταλο και υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα.
Να επαναφέρουμε γραφειοκρατικές αντιλήψεις στη δημόσια διοίκηση.
Να εφεύρουμε νέους κανόνες υπερβολικών ρυθμίσεων της αγοράς.
Να κατασκευάσουμε επιχειρηματίες που ζουν και εξαρτώνται από το Κράτος.
Να γυρίσουμε σε ρυθμίσεις ξεπερασμένες, σε παλιές αντιλήψεις, όπως για παράδειγμα η υποχρεωτική διαιτησία, για την οποία έχουμε ζητήσει, μαζί και με τον ΣΕΒ, ουσιαστική διαβούλευση με την Κυβέρνηση και πρόσθετη νομοθέτηση.
Το κρίσιμο δίλλημα λοιπόν για την Ελλάδα στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία είναι ένα …
Θα ευαγγελιστούμε, θα υποσχεθούμε και θα επιστρέψουμε σε ένα παρελθόν που μας οδήγησε στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση της χώρας, ή θα αποφασίσουμε να προχωρήσουμε στον δρόμο του μέλλοντος;
Η Ελλάδα “μετά”, θα γίνει ξανά ίδια με την Ελλάδα “πριν” … ;;;
Ο πρώτος δρόμος, αυτός των υποσχέσεων είναι γνωστός και εύκολος.
Έχει παχιά λόγια, εξασφαλίζει μικρές ή μεγάλες πελατειακές διευθετήσεις, βολεύει ημετέρους ανασυσταίνοντας κομματικούς στρατούς και ομάδες πίεσης.
Ο δεύτερος δρόμος είναι αχαρτογράφητος και πολύ δυσκολότερος.
Θέλει σχέδιο, συνένωση δυνάμεων, κοινωνικές προϋποθέσεις, ευρύτερες συμμαχίες, -ενίοτε και συγκρούσεις- μα πάνω από όλα, θέλει πειθαρχία σε μια λογική τολμηρών μεταρρυθμίσεων.
Η λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης στα τέλη του ερχόμενου Αυγούστου έχει μια ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα.
Αν από την 1η Σεπτεμβρίου μιλάμε, λειτουργούμε, νομοθετούμε σα να μην πέρασαν δέκα χρόνια κρίσης, τότε πολύ σύντομα, ίσως πολύ πιο σύντομα από ότι φανταζόμαστε, θα βρεθούμε και πάλι στην άκρη του γκρεμού.
Ξέρω ότι τα λόγια μου δεν ακούγονται ευχάριστα ή αισιόδοξα.
Θεωρώ όμως καθήκον και υποχρέωσή μου να τονίσω την κρισιμότητα της περιόδου.
Δεν είναι μια ουδέτερη περίοδος, δεν είναι μια περίοδος πανηγυρισμών και χαλάρωσης. Το αντίθετο θα έλεγα. Είναι ίσως η κρισιμότερη στιγμή της κρίσης. Που θα δείξει αν βάλαμε μυαλό, αν καταλάβαμε τι έγινε τόσα χρόνια στην χώρα, αν είμαστε ικανοί να διαχειριστούμε και να εκμεταλλευτούμε προς όφελος των πολλών, όλες αυτές τις θηριώδεις θυσίες που έγιναν ολόκληρη την δεκαετία που διανύουμε.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή λοιπόν, έρχεται και η υπέρτατη ανάγκη να υπάρξει επιτέλους ένα εθνικό σχέδιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τίποτα δεν θα προχωρήσει σωστά αν αυτό το σχέδιο δεν είναι δικό μας. Γραμμένο από εμάς για εμάς.
Προσαρμοσμένο στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Εμπνεόμενο από μια ευρύτερη στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους και προσανατολισμό για το που θέλουμε να οδηγήσουμε την Ελλάδα στη δεκαετία του 2020.
Η εμπειρία των μνημονίων δείχνει ότι υπήρξε ένα μεγάλο έλλειμμα εθνικού προσανατολισμού.
Τα μνημόνια δεν ήταν ο από μηχανής θεός που θα έλυνε τα προβλήματα της χώρας με τρόπο μαγικό.
Όσοι επαναπαύθηκαν σε μια τέτοια λογική διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα.
Οι παρεμβάσεις των μνημονίων, πολλές φορές ήταν σαρωτικές, τυφλές θα έλεγα, δεν έβλεπαν ζητήματα που αφορούσαν τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη, αδιαφορούσαν για τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και συγκεκριμένων κλάδων της. Ο τουρισμός για παράδειγμα -παρόλη την ανάπτυξη που παρουσίασε από το 2012 και μετά- για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν τώρα, υπέφερε από τέτοιες τυφλές λογικές.
Σας θυμίζω την αύξηση του ΦΠΑ στη διαμονή, στην εστίαση και στις μεταφορές, τον φόρο διαμονής σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και άλλες παρεμβάσεις μικρότερης κλίμακας που δυσχέραιναν την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού μας προϊόντος. Όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν υπήρχε από την αρχή ένας εθνικός οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση.
Αν γνωρίζαμε που θέλουμε να πάμε, με ποιους τρόπους θέλουμε να βγούμε από την κρίση.
Αν είχαμε αποφασίσει συνειδητά ότι ο τουρισμός είναι ένας από τους κεντρικούς πυλώνες ανάταξης της ελληνικής οικονομίας.
Γιατί στην πράξη αυτό αποδείχθηκε … Τα έσοδα από τον τουρισμό κατά την τελευταία οκταετία -μιλάμε για άμεσες ταξιδιωτικές εισπράξεις- άγγιξαν το εντυπωσιακό νούμερο των 100 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
100 δισ. Ευρώ!
Θα μπορούσαν να είναι ακόμα μεγαλύτερα, σας το λέω με μεγάλη σιγουριά, αν είχε ενταχθεί ο τουριστικός τομέας σε μια λογική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς του, με μεγαλύτερη στρατηγική στόχευση. Έγιναν πολλά και σε δύσκολες συνθήκες –δεν θα ήθελα να ακουστώ ισοπεδωτικός– μπορούσαν όμως να γίνουν ακόμα περισσότερα αν υπήρχε ένα συγκροτημένο ολιστικό εθνικό σχέδιο.
Αυτό, θα σήμαινε αυτομάτως χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας,
Περισσότεροι φόροι και εισφορές,
Μεγαλύτερη ρευστότητα στην αγορά,
Ισχυρότερη στήριξη στις τοπικές κοινωνίες.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ, παρουσία του Πρωθυπουργού, ζήτησα περισσότερο και ουσιαστικότερο διάλογο …
Μεγαλύτερη και ενεργητικότερη συμμετοχή μας στη χάραξη του νέου αναπτυξιακού σχεδίου της χώρας.
Το 2017 η εισερχόμενη τουριστική κίνηση αυξήθηκε κατά 7,4%.
Ο ελληνικός τουρισμός παρουσίασε πέρσι αύξηση εσόδων από το εξωτερικό κατά 11,4%σε σχέση με το 2016.
Συνέβαλε άμεσα στη δημιουργία του 10,3% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ η άμεση και έμμεση συμβολή του εκτιμάται από 22,6% έως 27,3%.
Αυτό το ισχυρό μας πλεονέκτημα που αποτυπώνεται στους παραπάνω αριθμούς, χρειάζεται ενίσχυση και περαιτέρω εξέλιξη.
Χρειάζεται να βρει τη θέση που πραγματικά αξίζει σε ένα συγκροτημένο εθνικό σχέδιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Εμείς, είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε ενεργητικά και αποφασιστικά σε μια τέτοια διαδικασία.
Έχουμε θέσεις και προτάσεις ρεαλιστικές, κοστολογημένες και απόλυτα εφαρμόσιμες.
Ένα τέτοιο εθνικό σχέδιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας για τον τουρισμό, θα πρέπει να περιλαμβάνει 12 συγκεκριμένα βήματα.
- Πολιτική και οικονομική σταθερότητα, ως αυτονόητη και αναγκαία προϋπόθεση ανάπτυξης.
- Κεντρικό επιτελικό συντονισμό συνεργειών και συνεργασιών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων.
- Μείωση φορολογικών συντελεστών και επιτέλους, επιτρέψτε μου να τονίσω τη λέξη επιτέλους, ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο.
- Λειτουργία ενός ευέλικτου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
- Μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας που τόσο αρνητικά λειτουργεί στην προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων.
- Δημιουργία εθνικού χωροταξικού πλαισίου και σαφές πλαίσιο χρήσεων γης.
- Πολιτικές υποστήριξης επενδύσεων και προσέλκυσης κεφαλαίων.
- Στήριξη της τουριστικής επιχειρηματικότητας με συγκεκριμένα κίνητρα.
- Διασφάλιση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
- Προστασία περιβάλλοντος και αειφόρος τουριστική ανάπτυξη.
- Καλλιέργεια μιας νέας ισχυρής τουριστικής συνείδησης.
- Και τέλος, αναβάθμιση του brandname Ελλάδα και προώθηση ελληνικών προορισμών με ανάδειξη των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων.
Για όλα τα παραπάνω βήματα, όπως σας είπα, υπάρχουν σαφείς και καταγεγραμμένες θέσεις από πλευράς ΣΕΤΕ και φυσικά υπάρχει η διαρκής διάθεση για διαβούλευση, σύνθεση και συνένωση δυνάμεων.
Η όποια σοβαρή προσπάθεια ξεκινήσει για ένα εθνικό σχέδιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, θα χρειαστεί πέρα από την αυτονόητη πολιτική βούληση, γιατί χωρίς αυτήν τίποτα δεν μπορεί να γίνει, παράλληλη ενεργοποίηση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων.
Από τους κοινωνικούς εταίρους, εμάς που εκπροσωπούμε τον εργοδοτικό τομέα, τους εκπροσώπους των εργαζόμενων, αλλά και την ίδια την κοινωνία.
Ένα νέο εθνικό σχέδιο θα πρέπει να συγκροτεί πλειοψηφίες, να προτείνει συγκεκριμένους δρόμους, να εμπνέει και να καθοδηγεί.
Σε αυτή την διαδικασία, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, ο τουρισμός μπορεί και πρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Είναι η ατμομηχανή που μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την ελληνική οικονομία και να γίνει ο καταλύτης ανάπτυξης.
Ακούγεται πλέον λίγο σαν ένα κλισέ, είναι όμως η πραγματικότητα.
Ο τουρισμός είναι το μέσο για να αναδειχθούν και να αναπτυχθούν και άλλοι οικονομικοί τομείς όπως για παράδειγμα ο πρωτογενής τομέας, δημιουργώντας μια νέα δυναμική στην ελληνική οικονομία.
Είναι ο τομέας που εμπνέει αυτοπεποίθηση και δίνει το παράδειγμα ότι σε αυτόν τον τόπο, όταν υπάρχει όραμα και σχέδιο, ρεαλισμός και όνειρο, όλα μπορούν να συμβούν.
Με αυτή τη νότα αισιοδοξίας, παρόλο τον αρχικό μου πεσιμισμό -η αισιοδοξία όπως ξέρετε αποτελεί το καθήκον κάθε ρεαλιστή και κινητήρια δύναμη προόδου- θα ήθελα και πάλι να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας.
Ευχαριστώ,
Γιάννης Α. Ρέτσος
Πρόεδρος ΔΣ